- αγριογούρουνο
- το дикий кабан
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγριογούρουνο — Βλ. λ. αγριόχοιρος. * * * το 1. κοινή ονομασία τού αγριόχοιρου* 2. (υβριστικά για πρόσωπα) πρόστυχος, χυδαίος … Dictionary of Greek
αγριογούρουνο — το ο αγριόχοιρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάπρος — ὁ (AM κάπρος) ο αγριόχοιρος, το αγριογούρουνο («ερυμάνθειος κάπρος») αρχ. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε IE *kapro «τράγος, κριάρι» και συνδέεται ετυμολογικώς με λατ. caper, ουμβρικό cabru, αρχ. νορβ. hafr, που έχουν όλα τη σημ. «τράγος … Dictionary of Greek
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek
έρραος — ἔρραος, ὁ (Α) 1. ο κριός 2. αγριόχοιρος, αγριογούρουνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας] … Dictionary of Greek
αγριόχοιρος — Αρτιοδάκτυλο, όχι μηρυκαστικό, της υπόταξης των συομόρφων. Ο α. ο κοινός,το πιο συνηθισμένο είδος, ζει στα δάση της Ευρώπης (στην Ελλάδα συναντάται σε Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία και σπανιότερα στη Στερεά), σε ένα τμήμα της Ασίας (μέχρι… … Dictionary of Greek
γουρούνι — το (Μ γουρούνιον και γουρούνιν) 1. χοίρος 2. άνθρωπος βρόμικος και άξεστος 3. φρ. «αγοράζω γουρούνι στο σακί» παίρνω οτιδήποτε χωρίς να το εξετάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γουρούνι < μσν. γουρούνι(ο) ν < αρχ. γρώνα «θηλυκό γουρούνι» (Ησύχ.) (αν… … Dictionary of Greek
πτέλας — ὁ, Α ο κάπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. εμφανίζει επίθημα αντ (πρβλ. ἐλέφας, αντος) και πιθ. συνδέεται με τη λ. πτελέα (Ι) (πρβλ. πτελέα* (II) «αγριογούρουνο»). Κατ άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. συνδέεται με λιθουαν. kiaūle «γουρούνι»… … Dictionary of Greek
αβατάρ — Λέξη σανσκριτική, που σημαίνει ενσάρκωση. Οι ινδουιστές υποδηλώνουν με αυτήν τις ενσαρκώσεις του θεού Βισνού, που είναι ένα από τα τρία πρόσωπα της βραχμανικής τριάδας. Αναφέρεται για πρώτη φορά στο ιερό βιβλίο Πουράνα,στο οποίο γίνεται λόγος για … Dictionary of Greek
Αγκαίος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Λυκούργου και της Κλεοφίλης ή της Ευρυνόμης από την Τεγέα. Ο Α. φημιζόταν ως ένας από τους δυνατότερους (μετά τον Ηρακλή) ήρωες της Αρκαδίας. Ήταν πατέρας του Αγαπήνορα, ενός από τους μνηστήρες της Ελένης… … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek